- βρομόπαιδο
- brat
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
βρομόπαιδο — το παιδί βρόμικο ή κακό, παλιόπαιδο, παιδί πολύ ζωηρό: Έχει ένα βρομόπαιδο που αναστατώνει όλη την πολυκατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρομόπαιδο — το 1. ακάθαρτο παιδί 2. αδιάντροπο παιδί, παλιόπαιδο … Dictionary of Greek
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek